- κατέχεις
- καταχέωpour down uponimperf ind act 2nd sg (attic epic)κατέχωhold fastpres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
You are the pride of Macedonia — (Greek: Της Μακεδονίας είσαι το καμάρι Tis Makedonias eisai to kamari ) is a song, regarded as the official anthem of Aris Thessaloniki sports club. TOC =Original Greek version= Της Μακεδονιας είσαι το καμάριΆρη της Μακεδονίας είσαι το καμάρι Άρη … Wikipedia
κτεάτειρα — κτεάτειρα, ἡ (Α) η κάτοχος («νύξ φιλία, μεγάλων κόσμων κτεάτειρα» αγαπημένη νύχτα, που κατέχεις μεγάλα στολίσματα, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κτεά τειρα, αντί τών *κτήτειρα, *κτήτρια (< κτήτωρ), σχηματίστηκε με την επίδραση τού τ. κτέατα] … Dictionary of Greek